- καύσωνας
- ο (ΑΜ καύσων, -ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος]υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ)μσν.μτφ.1. πόνος, λύπη2. σφοδρός ερωτικός πόθος3. το δυσάρεστο αίσθημα τής δίψας («δίψης καύσων», Ευστ.)4. το δυσάρεστο αίσθημα από την κόπωση («τὸν τοῡ κόπου καύσωνα», Κ. Μανασσ.)αρχ.1. ως επίθ. (για άνεμο) θερμός, ξηρός και πνιγηρός («ὡς ἄνεμον καύσωνα διασπερῶ αὐτούς», ΠΔ)2. το δηλητηριώδες ερπετό διψάς*3. φρ. α) «καύσων στομάχου» — καούρα στο στομάχι, ξινίλαβ) «καύσων πυρετός» — διαλείπων πυρετός, καύσος*.
Dictionary of Greek. 2013.